ἀήχου

ἀήχου
ἄηχος
without sound
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σήρες — οι / Σῆραι, ΝΑ (στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην ανατολική Ασία, συγγενής τών Σκυθών και τών Ινδών, που ασχολούνταν, κυρίως, με την παραγωγή μεταξιού, το εμπόριο τού οποίου άνθησε κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αντήλιος — α, ο (AM ἀντήλιος, ον) αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ο ανατολικός.|| νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αντήλιο το να βάζει κανείς το ένα ή και τα δύο χέρια στο μέτωπο για να προστατεύσει τα μάτια από τον ήλιο. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀντήλια 1 …   Dictionary of Greek

  • γούβα — η 1. κοίλωμα γης ή βράχου, λάκκος 2. περιοχή χαμηλότερη από τις γύρω περιοχές 3. αργαλειός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γύβη < κύβη «κεφάλι» με αφομοίωση (σε γ ) τού άηχου (κ ) προς το ακολουθούν ηχηρό ( β ) κατ άλλους, ο τ. γούβα < (αλβ.) guve] …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ιωχμός — ἰωχμός, ὁ (Α) ιωκή*, καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἰωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ , < ἰωκή (πρβλ. πλο χμός, ρω χμός). Η μακρότητα τού αρκτικού ι οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… …   Dictionary of Greek

  • κράστις — και κρᾱστις, εως, ἡ (Α) 1. η χλόη, το γρασίδι, η χορτονομή τών ζώων, ιδίως τών αλόγων 2. (στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίων) είδος φόρου που κατέβαλλαν οι βασιλικοί γεωργοί στο δημόσιο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράστις* (ἡ) «γρασίδι», με αφομοιωτική τροπή… …   Dictionary of Greek

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

  • πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ …   Dictionary of Greek

  • πλοχμός — oῡ, ὁ, Α 1. πλόκαμος, πλεξίδα 2. (ειδικά) το πλοκάμι τού χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλοκ σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ τού πλέκω + επίθημα * smo , με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ (πρβλ. ιω χμός, ρω χμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”